- ἰλυσπαστικός
- ἰλυσπ-αστικός, ή, όν,A of or for crawling, Id.HA487b21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιλυσπαστικός — ἰλυσπαστικός, ή, όν (Α) [ιλυσπώμαι] αυτός που δημιουργεί ελικοειδή, περιστροφική κίνηση … Dictionary of Greek
ἰλυσπαστικά — ἰλυσπαστικός of neut nom/voc/acc pl ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc/acc dual ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)